Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κρηταιεύς — κρηταιεύς, αττ. τ. κρηταεύς, έως, ὁ, θηλ. κρηταιίς, ίδος (Α) επιγρ. κρητικός … Dictionary of Greek